Tenses - moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present παρίσταμαι παριστάμεθα
παρίστασαι παρίστασθε
παρίσταται παρίστανται
Imperfect παριστάμην παριστάμεθα
παρίστασο παρίστασθε
παρίστατο παρίσταντο
Aorist (simple past) παρέστην -
παρέστης --
παρέστη παρέστησαν
Perfect έχω παραστεί έχουμε παραστεί
έχεις παραστεί έχουμε παραστεί
έχει παραστεί έχουν παραστεί
Pluperfect είχα παραστεί είχαμε παραστεί
είχες παραστεί είχατε παραστεί
είχε παραστεί είχαν παραστεί
Future (continuous) θα παρίσταμαι θα παριστάμεθα
θα παρίστασαι θα παρίστασθε
θα παρίσταται θα παρίστανται
Future (simple) θα παραστώ θα παραστούμε
θα παραστείς θα παραστείτε
θα παραστεί θα παραστούν(ε)
Perfect θα έχω παραστεί θα έχουμε παραστεί
θα έχεις παραστεί θα έχετε παραστεί
θα έχει παραστεί θα έχουν παραστεί
Subjunctive Mood
Present να παρίσταμαι να παριστάμεθα
να παρίστασαι να παρίστασθε
να παρίσταται να παρίστανται
Aorist να παραστώ να παραστούμε
να παραστείς να παραστείτε
να παραστεί να παραστούν(ε)
Perfect να έχω παραστεί να έχουμε παραστεί
να έχεις παραστεί να έχετε παραστεί
να έχει παραστεί να έχουν παραστεί
Imperative Mood
Present -- παριστάσθε
Aorist παραστήσου παραστείτε
Participle
Present παριστάμενος
Perfect -- --
Infinitive
Aorist παραστεί
Examples with «παρίσταμαι»:
ελληνικά αγγικά
Είναι μια κατάσταση που οι διάδικοι να παρίστανται στο δικαστήριο. It is a condition for the parties to appear in court.
Σε όλες τις δοκιμές πρέπει να παρίσταται η αρμόδια αρχή. All tests must be attended by the competent authority.
Αυτά είναι τα άτομα που είναι παρόντα κατά τον έλεγχο. These are the persons present at the audit.
Verbs with the same conjugation as «παρίσταμαι»:
- δύναμαι to be able, can
- εξανίσταμαι to revolt, protest
- υφίσταμαι to exist, undergo